λαγωφόνος

λαγωφόνος
λᾰγω-φόνος, ,
A hare-killer, epith. of a species of eagle, Arist.HA 618b28:—also [full] λαγωοφόνος (q.v.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λαγωφόνος — και λαγωοφόνος, ον (Α) αυτός που σκοτώνει λαγούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + φόνος (< θείνω), πρβλ. θηρο φόνος, καπρο φόνος] …   Dictionary of Greek

  • λαγωφόνος — hare killer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγωοφόνος — λαγωοφόνος, ον (Α) βλ. λαγωφόνος …   Dictionary of Greek

  • λαγός — Θηλαστικό, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας leporidae, της τάξης των λαγομόρφων. H επιστημονική του ονομασία είναι Lepus europaeus. Ο λ. αυτός, που συχνά αποκαλείται κοινός σε αντιδιαστολή προς τα άλλα είδη του ίδιου γένους, έχει συνήθως μήκος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”